ανακάτωση

ανακάτωση
ανακάτωσιά η
1) мешанина, путаница; беспорядок; 2) суматоха; 3) ссора, раздор; склока, интрига; 4) тошнота, дурнота

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ανακάτωση" в других словарях:

  • ανακάτωση — ανακάτωση, η και ανακατωσιά, η βλ. ανακάτεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακάτωση — η (Μ ἀνακάτωση) 1. τάση για εμετό 2. ανώμαλη κατάσταση, σύγχυση, ταραχή 3. φιλονικία, ραδιουργία 4. ανάμιξη, ταραχή τών στοιχείων τής φύσεως, μεταβολή τού καιρού προς το χειρότερο 5. σχέση ή δικαίωμα αναμίξεως σε ξένη υπόθεση, ενδιαφέρον για τα… …   Dictionary of Greek

  • ανακάτεψη — η η ανακάτωση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακατεύω. ΠΑΡ. ανακατεψιάρης] …   Dictionary of Greek

  • ανακατωσιά — η η ανακάτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακατώνω. ΠΑΡ. ανακατωσιάρης] …   Dictionary of Greek

  • ανακατωσούρα — η [ανακάτωση] 1. στομαχική διαταραχή, τάση για εμετό, ναυτία 2. ανάμιξη, σύγχυση προσώπων και πραγμάτων 3. ταραχή, φιλονικία, καβγάς …   Dictionary of Greek

  • ανακατωσούρης — α, ικο [ανακάτωση] ανακατωσιάρης, ραδιούργος …   Dictionary of Greek

  • ανακατώνω — Ι. ενεργ. 1. αναδεύω, ανακινώ, αναταράζω 2. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους 3. μεταβάλλω τη φυσική και κανονική θέση τών πραγμάτων, επιφέρω αταξία, σύγχυση, ακαταστασία 4. προκαλώ τάση για εμετό 5. συγχέω, μπερδεύω 6. συγχύζω,… …   Dictionary of Greek

  • ανακάτεμα — το, ατος και ανακάτωμα, το ατος, και ανακατεμός, ο και ανακατωμός, ο και ανακάτεψη, η και ανακάτωση, η και ανακατωσιά, η το να ανακατεύει ή να ανακατεύεται κάποιος: Δε μου αρέσει το ανακάτεμα στα οικογενειακά των άλλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»